- εναρκτήριος
- ος , ον вступительный, вводный;
εναρκτήριος λόγος — вступительное слово;
εναρκτήριοςον μάθημα — первый урок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εναρκτήριος λόγος — вступительное слово;
εναρκτήριοςον μάθημα — первый урок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εναρκτήριος — α, ο αυτός που γίνεται, που εκτελείται ή χρησιμεύει στην έναρξη («εναρκτήριος λόγος, μάθημα») … Dictionary of Greek
εναρκτήριος — α, ο που χρησιμεύει για έναρξη, που γίνεται με την έναρξη: Εναρκτήριο μάθημα καθηγητή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… … Dictionary of Greek
εισιτήριος — ο (AM εἰσιτήριος, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην είσοδο, με τον οποίο παραχωρείται ή καθιερώνεται το δικαίωμα εισόδου (α. «εισιτήριοι εξετάσεις» εισαγωγικές εξετάσεις β. «εισιτήριος λόγος» εναρκτήριος λόγος γ. «εἰσιτήριοι θυσίαι»… … Dictionary of Greek
εισιτήριος — α, ο 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην είσοδο ή που χρησιμεύει για είσοδο, ο εισαγωγικός: Εισιτήριες εξετάσεις για το λύκειο. 2. που γίνεται στην έναρξη χρονικής περιόδου ή για την ανάληψη αξιώματος, ο εναρκτήριος: Εισιτήριος λόγος καθηγητή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ДАМАЛАС — [греч. Ϫαμαλᾶς] Николай (10.12.1842, Афины 21.01.1892), греч. правосл. богослов. Родители Д. принадлежали к фанариотскому роду Маврокордато и были родом с о ва Хиос. Начальное и среднее образование получил в Афинах. В 1858 1862 гг. учился на… … Православная энциклопедия